Περί Καρανβαλιού σήμερα ο λόγος
Μια γιορτή χαράς και ξεφαντώματος. Μάκσες τζιαι "πελλόμασκες", γλέντι και χορός, τραγούδι, καλή καρδιά και παρελάσεις.
Με άλλα λόγια μια διαφορετική μέρα, μια μέρα που μας αποσπά από την καθημερινότητα, με τα πολιτικά, κοινωνικά και άλλα καθημερινά προβλήματα.
Υπάρχει σχέση καρναβαλιού και αποκριάς;
Ποια είναι όμως η ρίζα αυτής όμορφης και αγαπημένης γιορτής; Και πόση σχέση έχει με την Αποκριά;
Κάποιοι λένε ότι έχει τις ρίζες της στη Ρώμη και ότι η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λατινικές κάρνα και βάλι. Το κάρνε σημαίνει «κρέας» και το «βάλλι» σημαίνει χορός που μας παραπέμπουν μόνο εν μέρει σε κάποιες πτυχές των εκδηλώσεων όπως π.χ. αυτή της Απόκρεω, δηλ. της αποχής από το κρέας- που κι αυτή όμως έχει προστεθεί πολύ αργότερα ( 6ο μχ αιώνα).
Και όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Διότι αν είναι έτσι, τότε πως δικαιολογούνται οι άλλες πτυχές των λαϊκών εκδηλώσεων που εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της γιορτής και που είναι η άκρατη ευθυμία, οι μεταμφιέσεις, η γενική ευωχία, οι αθυροστομίες, οι βωμολοχίες, ο αχαλίνωτος ερωτισμός και η καύση του βασιλιά καρνάβαλου;
Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό, ο οποίος τα απαγόρευσε κιόλας, αντικαθιστώντας τα με νηστεία, δηλαδή αποχή από όλα αυτά αρχίζοντας από το κρέας. Και αυτό ισχύει για 40 μέρες.
Άρα, το πρώτο κρατούμενο, είναι ότι δεν είναι χριστιανική γιορτή.
Άλλωστε, καθημερινά, αυτές τις μέρες, ο ραδιοσταθμός της Πειραϊκής Εκκλησίας καλεί τον κόσμο σε αποχή από τις καρναβαλίστικες εκδηλώσεις, με το σύνθημα «Το καρναβάλι βλάπτει σοβαρά τη ψυχή μας»…
Ουσιαστικά τα καρναβάλια είναι μια καθαρά πανάρχαια ελληνική γιορτή αφιερωμένη στον Απόλλωνα, ήταν η γιορτή της απολλώνιας και προαπολλώνιας γονιμοποιητικής λατρείας της γης, των ζώων και των ανθρώπων, που αρκετοί λαοί υιοθέτησαν –ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι- και στη συνέχεια την... οικειοποιήθηκαν εκμεταλλευόμενοι και το γεγονός ότι για πολλούς αιώνες αυτή η γιορτή ήταν απαγορευμένη για τους ίδιους τους Έλληνες από τη θρησκεία του χριστιανισμού.
Από πού πορέρχεται λοιπόν;
Ας πάρουμε το πρώτο συνθετικό της λέξης: ο Κάρνος ήταν πανάρχαιος θεός στη Λακωνία και τη Μεσσηνία ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης και ανατράφηκε σύμφωνα με τη Ελληνική μυθολογία, από την Λητώ και τον Απόλλωνα ο οποίος του δίδαξε την μαντική τέχνη στο ιερό του άλσος στην Ίδα της Τροίας. Με την επικράτηση των Δωριέων στη Πελοπόννησο, ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα στο οποίον προστέθηκε το επίθετο Κάρνειος.
Οι Σπαρτιάτες ιδιαίτερα αλλά και οι όπου γης Δωριείς τιμούσαν με μεγαλοπρέπεια τον Κάρνειο Απόλλωνα κατά τον μήνα Καρνείονα, γιορτάζοντας την αναγέννηση της φύσης και την γονιμότητα. Διοργάνωναν πολυήμερες εκδηλώσεις και αγώνες ο νικητής των οποίων λεγόταν Καρνεονίκης.
Παράλληλα, ο Πλούταρχος αλλά κι ο Ησύχιος κάνουν αναφορά για ένα εύθυμο χορό –τον Γερανό- στο βωμό του Απόλλωνα στη Δήλο. Πανομοιότυπο χορό κατέγραψε τη δεκαετία του 30 στη Πάρο και τη Σύρο ο λαογράφος Αντ. Κεραμόπουλος (Ημερολόγιο Μεγάλης Ελλάδος) τον οποίο χόρευαν άντρες και γυναίκες μαζί στις αποκριές, με ιδιαίτερη ευθυμία, άφθονες βωμολοχίες και ερωτικά πειράγματα. Τον χορό αυτό τον έλεγαν «Αγέρανον»...
Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ακόμη και σήμερα γίνονται παρόμοιες «τελετές».
Στην Κύπρο
Στη Κύπρο τώρα τα πιο παλιά χρόνια πριν την «βιομηχανοποίηση» και τον «εκμοντερνισμό» όπου οι εκδηλώσεις είχα ένα πιο λαϊκό χαρακτήρα, κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι μουτσούνες, οι αθυροστομίες και τα πειράγματα.
Στα χωριά και την ύπαιθρο οι άνθρωποι ξεχνούσαν για λίγο τη σκληρή ζωή και τα αυστηρά έθιμα και επιδίδονταν σε ολονύχτια ξεφαντώματα με οινοποσίες, κρεατοφαγία και αχαλίνωτες συμπεριφορές, ανεξήγητες και σε πλήρη αντίθεση με τα αυστηρά ήθη και τις κλειστές μικρές κοινωνίες (πχ των χωριών των 500 και των 1000 κατοίκων).
Οι μάσκες ή μασκαράδες, έτσι έλεγαν τους μεταμφιεσμένους πολλά χρόνια προτού καν αρχίσουν οι εισαγωγές μασκών- βιομηχανοποιημένων προσωπείων- ήταν γενικό φαινόμενο, κάτι σαν «επιδημία». Μικροί, μεγάλοι επιδίδονταν με μεγάλη εφορία και διάθεση σε ευφάνταστες, στιγμιαίες και αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις. Μ’ αυτές τις μεταμφιέσεις προσπαθούσαν έστω και για λίγο να γίνουν ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Παράλληλα, κι αυτό ήταν κάτι σαν... νομοτέλεια η γυναίκα ντυνόταν άντρας κι ο άντρας γυναίκα.
Τα «υλικά» που χρησιμοποιούσαν ήταν παλιά ρούχα, σεντόνια, κουρελούδες, μαξιλάρια, προβιές και κέρατα ζώων και γενικά υλικά άμεσα συνυφασμένα με την καθημερινή τους ζωή.
Για την αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου χρησιμοποιούσαν *μούζιν, *χολλά, λεπτά διαφανή υφάσματα, ψεύτικα μουστάκια ή γένια και απομιμήσεις κοσμημάτων, στήθους κλπ. Άντρες συνήθως ντύνονταν οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες πολλές από αυτές, οι πιο τολμηρές, έχωναν στο παντελόνι ή την βράκα μεγάλο αγγούρι έτσι που εξωτερικά να δίνει την εντύπωση του αντρικού μορίου.
Στο τραπέζι της διασκέδασης οι συνδαιτυμόνες επιδίδονταν στο τραγούδι – κυρίως ερωτικά- και στα *τσιαττιστά ερωτικά, σκωπτικά και αθυρόστομα (*μυλλωμένα όπως τα έλεγαν).
Άντεξε στους αιώνες και στην πολεμική
Το καρναβάλι, με την πραγματική του έννοια, άντεξε μέσα στους αιώνες, παρά την πολεμική που δέχθηκε.
Η προσπάθεια να χειραγωγηθούν αυτά τα πανάρχαια έθιμα, ιδίως από την εποχή της πτώσης του Βυζαντίου -οπότε η Εκκλησία είχε (από τα οθωμανικά φιρμάνια) αναγορευθεί ως η μόνη συντεταγμένη εξουσία των "ραγιάδων"- φθάνοντας στο αποκορύφωμά της με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, τούτη η προσπάθεια "ιδεολογικής και θρησκοληπτικής αποκάθαρσης" προσέκρουε πάντοτε στα έθιμα της Αποκριάς. Κι ο λόγος δεν είναι μόνον η πανάρχαια διονυσιακή της προέλευση: μη λησμονούμε πως η διονυσιακή λατρεία είναι και τούτη θρησκευτική λατρεία, που ακόμη και στην "πολιτειακή θρησκεία" των αρχαίων Ελλήνων προστατευόταν από τα θέσμια της πόλεως και της επίσημης θρησκείας, διότι επέτρεπε την εκτόνωση, μέσω της μυσταγωγίας του διονυσιακού πόθου και πάθους, των καταπιεσμένων συναισθημάτων του λαού. Η διονυσιακή λατρεία της γέννησης και του θανάτου, μεταλλάχθηκε στην πορεία των αιώνων κι ιδιαίτερα στα μεσαιωνικά χρόνια –ένθεν κι ένθεν της διχασμένης Εκκλησίας Καθολικών κι Ορθοδόξων- ως μοναδική έκφραση των καταπιεσμένων χωρικών και δουλοπάροικων κατά των ισχυρών και της Εκκλησίας, που τους αφαίμασσαν.
Δεν είναι απροσδιόνυσο που σε όλα τα καρναβάλια, ένα από τα κύρια διακομωδούμενα πρόσωπα είναι οι ιερείς.
Είναι φανερό γιατί η Εκκλησία σπεύδει πρωτίστως να ασκήσει την υποβολιμαία δράση της στα αυθεντικά θεμέλια του λαϊκού πολιτισμού, και να παγιώσει το δικαίωμα της παρεμβατικότητάς της. Ένα δικαίωμα που θα φθάνει de facto έως και την "ιδιώνυμη ποινικοποίηση" κάθε συμπεριφοράς που θα θεωρείται αντισυμβατική κι αντιθετική. Η Εκκλησία δεν έχει πάψει αναίσχυντα κι ανυπόστατα να διακηρύσσει πως υπάρχει μία ντετερμινιστική και αναπόσπαστη σύνδεση λαϊκού πολιτισμού και θρησκείας, πασχίζοντας να "διορθώσει" ή να εξαλείψει όσα στοιχεία του διαφεύγουν του φρονηματισμού της.
Με άλλα λόγια, η αποκριά δεν έχει καμία σχέση με το καρναβάλι.
Έγινε κι εδώ ότι έγινε και με άλλες αρχαίες γιορτές. Η χριστιανική εκκλησία τοποθέτησε στην ίδια ημερομηνία μια δική της γιορτή για να ξεκόψει το λαό από τα παλιά του έθιμα.