Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Η σφαγή των 8 Κοντεμενιωτών στο χωριό Κιόνελι



Στις 12 Ιουνίου συμπληρώνονται 57 χρόνια από το αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε εναντίον Ελληνοκύπριων έξω από το χωριό Κιόνελι.

Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές έστησαν ενέδρα και επιτέθηκαν εναντίον περίπου 30-35 άοπλων και ανυπεράσπιστων Ελληνοκύπριων τους οποίους οδήγησαν εκεί άγγλοι αξιωματικοί.

Όλα ξεκίνησαν από μία παρεξήγηση ή από λάθος συνεννόηση.
Βρισκόμαστε στο 1958, στο μέσο της περιόδου δράσης της ΕΟΚΑ και στην όξυνση των πνευμάτων μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Το βρετανικό «Διαίρει και βασίλευε»
Οι βρετανοί αποικιοκράτες εφαρμόζοντας το «Διαίρει και βασίλευε» δημιούργησαν ένα επικουρικό αστυνομικό σώμα στελεχωμένο από Τουρκοκύπριους.
Αυτοί οι επικουρικοί χρησιμοποιήθηκαν σε επιχειρήσεις εναντίον της ΕΟΚΑ, κυρίως
για ανακαλύψεις κρησφυγέτων, συλλήψεις καταζητούμενων, έρευνες και καταστολή διαδηλώσεων.

Η Τουρκοκυπριακή εθνικιστική ηγεσία με επικεφαλής τον Ραούφ Ντενκτάς και την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ διοργάνωναν βιαιοπραγίες εναντίον των Ελληνοκυπρίων.
Εξτρεμιστές υποκινούσαν επιθέσεις σε ελληνοκυπριακές περιοχές της Λευκωσίας, καίγοντας και καταστρέφοντας περιουσίες.

Ο Γρίβας πέφτει στην παγίδα
Δυστυχώς ο Γρίβας και η ΕΟΚΑ έπεσαν στην παγίδα των Βρετανών κτυπώντας τους επικουρικούς με τον Γρίβα να εντάσσει ομαδικά τους Τουρκοκύπριους ανάμεσα στους εχθρούς των Ελληνοκυπρίων και να τους κηρύσσει τον πόλεμο.
Έτσι μέσα στο 1958 άνοιξε τρία μέτωπα.
Όπως έγραφε ο ίδιος, είχε να αντιμετωπίσει τρεις αντιπάλους: Τους Άγγλους, τους Τούρκους και τους κομμουνιστές.
Σε απάντηση των ενεργειών των ακραίων Τουρκοκυπριακών στοιχείων η ΕΟΚΑ διενεργούσε εκτελέσεις Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν είτε στο Επικουρικό σώμα είτε ήταν ανάμεσα στους βασανιστές των συλληφθέντων αγωνιστών.
Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί συγκρουσιακή κατάσταση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Οι Τουρκοκύπριοι σοβινιστές, κάθε φορά που έπεφτε νεκρός από σφαίρες της ΕΟΚΑ ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον ελληνοκυπριακών περιουσιών, καταστημάτων, οικιών και αμάχων.

Τα γεγονότα στην Σκυλλούρα
Η όλη ιστορία που κατέληξε στη σφαγή των 8 Κοντεμενιωτών ξεκίνησε από το χωριό Σκυλλούρα.
Το χωριό εκείνη την εποχή κατοικείτο από περίπου 500 Ελληνοκύπριους και 300 Τουρκοκύπριους οι οποίοι ζούσαν ανάμικτοι και χωρίς προστριβές.
Λίγες μέρες πριν τα γεγονότα οι σχέσεις οξύνθηκαν λόγω της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σε ολόκληρη την Κύπρο.

Σύμφωνα με μαρτυρίες το χωριό χωρίστηκε και αμφότερες οι πλευρές δημιούργησαν ομάδες περιφρούρησης φοβούμενη η μια πλευρά επίθεση από την άλλη πλευρά.
Κάτι ανάλογο έγινε σε πολλά άλλα μικτά χωριά είτε χωριά που γειτόνευαν με Τουρκοκυπριακά.

Από λάθος συνθηματικά;
Είναι έντονη η πεποίθηση πως όσα έγιναν οφείλονταν σε παρεξήγηση.
Μέσα στο κλίμα έντασης που δημιουργήθηκε σε ολόκληρη την Κύπρο, στις 12 Ιουνίου 1958 ο επίμονος ήχος της κόρνας ενός αυτοκινήτου εκλήφθηκε από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους ως σύνθημα έναρξης επίθεσης από τους Τουρκοκύπριους της Σκυλλούρας.

Όπως αφηγήθηκε στις «Ιστορικές Διαδρομές» του Άστρα ένας από τους επιζώντες Κοντεμενιώτες, ο Τάκης Τσίκκος, λίγο πριν το μεσημέρι ήχησε η καμπάνα του χωριού που εκλήφθηκε ότι σήμανε συναγερμός.
Αρκετοί από τους άντρες που ήταν μαζεμένοι στο καφενείο απέναντι από την Εκκλησία.
Με το κτύπημα της καμπάνας οι θαμώνες συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο όπου μία γυναίκα από την Σκυλλούρα ήρθε με λεωφορείο στο χωριό και κάλεσε βοήθεια.

Αμέσως περίπου 30-35 Κοντεμενιώτες ανέβηκαν σε αυτοκίνητα και κατευθύνθηκαν προς την Σκυλλούρα.
Πριν φτάσουν στο χωριό συνάντησαν ένα συγχωριανό τους που ερχόταν με το φορτηγό του προς τον Κοντεμένο.
Ρώτησαν τον Σταύρο Μαχαιρά που ερχόταν από τη Λευκωσία αν διαπίστωσε κάτι στη Σκυλλούρα και η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.
Δεν τον πίστεψαν και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μπαίνοντας στην πλατεία του χωριού είδαν μαζεμένους βρετανούς στρατιώτες και αστυνομικούς από τον αστυνομικό σταθμό Γερολάκκου.

Ο στρατός οδήγησε τους Κοντεμενιώτες στον Γερόλακκο για κατάθεση.
Ο υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού Κώστας Ευσταθίου κατέβηκε από το αυτοκίνητο και ανέλαβε τους κρατούμενους ένας τουρκοκύπριος.
Στον Γερόλακκο τους είπαν ότι δεν μπορούν να τους πάρουν κατάθεση και ότι έπρεπε να πάνε στη Λευκωσία, στο Σαράι.

Από τη Λευκωσία στο Κιόνελι
Σύμφωνα με τον Τ. Τσίκκο, αντί να τους πάρουν στο Σεράι, σταμάτησαν κάπου εκεί κοντά στο παλιό νοσοκομείο (κοντά στη Βουλή) και μετά από λίγη ώρα ξεκίνησαν με κατεύθυνση τον δρόμο της Κερύνειας.

Τους πέρασαν μέσα από το τουρκοκυπριακό χωριό Κιόνελι και λίγο έξω από το χωριό σταμάτησαν τα φορτηγά και τους κατέβασαν.
Ο επικεφαλής αξιωματικός τους είπε να κατέβουν και να πάνε πεζοί στο χωριό τους.
Τους ανάγκασαν να προχωρήσουν αφήνοντας τους μόνους όταν ξαφνικά βρέθηκαν
αντιμέτωποι με μια ομάδα εξαγριωμένων τουρκοκυπρίων εθνικιστών.
Οι τουρκοκύπριοι τους επιτέθηκαν με πυροβόλα όπλα και μαχαίρια σκοτώνοντας 8 από τους Κοντεμενιώτες.

Στην προσπάθεια του να γλιτώσει ο κ. Τσίκκος είδε πεσμένους στο έδαφος σοβαρά τραυματισμένους κάποια από τα θύματα.

Στο μεταξύ οι Άγγλοι οι οποίοι είχαν φύγει από τη σκηνή, όταν εκδηλώθηκε φωτιά στα σπαρμένα της περιοχής, επέστρεψαν έχοντας μαζί τους και ασθενοφόρα.
Μάζεψαν τους νεκρούς και τους τραυματίες και τους μετέφεραν στο νοσοκομείο.

Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 8 νεκροί. Πρόκειται για τους:
1. Χριστόδουλος Σταύρου, 34 χρόνων
2. Πέτρος Σταύρου, 21 χρόνων
3. Ιωάννης Σταύρου, 31 χρόνων
4. Γεώργιος Σταύρου, 17 χρόνων
5. Χαράλαμπος Σταύρου, 34 χρόνων
6. Ευριπίδης Κυριάκου, 24 χρόνων
7. Κώστας Μουρρή, 34 χρόνων
8. Σωτήρης Χατζηβασίλη, 17 χρόνων.

Η δίκη παρωδία
Ως ύποπτοι για το φονικό συνελήφθησαν 9 τουρκοκύπριοι.
Με την γνωστοποίηση της τραγωδίας ο κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ διέταξε έρευνα.
Επικεφαλής της ερευνητικής επιτροπής ορίστηκε ο τότε αρχιδικαστής Σερ Paget J. Bourke.

Η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουνίου όμως σύμφωνα με τον Θεόδωρο Κυριακού, του οποίου ο πατέρας σκοτώθηκε στην ενέδρα, αποφασίστηκε όπως το πόρισμα της έρευνας να μην δοθεί στη δημοσιότητα μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.
Η απόφαση εκδόθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1958.

Η παρέμβαση Φουτ και η επιμονή του αρχιδικαστή
Ρόλο στην διαδικασία διαδραμάτισε και ο κυβερνήτης ο οποίος ενημέρωσε το υπουργείο αποικιών ότι κανένας από τους τουρκοκύπριους δεν θα καταδικαστεί. Κι αυτό έγινε περίπου 40 μέρες πριν από την έκδοση της απόφασης.
Ο Σερ Χιου Φουτ επέμενε ότι δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί το πόρισμα αφού ο αρχιδικαστής Bourke εξέδωσε ένα πόρισμα που ήταν έντονα καταπελτικό εναντίον των βρετανικών ενεργειών.
Μάλιστα η παράγραφος 18 ενοχοποιούσε πλήρως την βρετανική πλευρά, τονίζοντας πως όλες οι ενέργειες που έγιναν ήταν παράνομες.

Παρά την επιμονή του αρχιδικαστή να δώσει το πόρισμα στη δημοσιότητα τελικά δεν δόθηκε αφού οι πιέσεις τόσο από την ίδια την τοπική κυβέρνηση όσο και από το Λονδίνο ήταν αφόρητες.

Οι δικηγόροι
Το αποτέλεσμα της δίκης ήταν αθωωτικό για τους κατηγορούμενους, αφού όπως λέει ο Τ. Τσίκκος οι δικαστές ήταν ιδιαίτερα επιεικείς με τους τουρκοκύπριους κατηγορούμενους τους οποίους τελικά αθώωσαν.

Στη δίκη που έγινε τους συγγενείς των δολοφονημένων εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Γ. Χρυσαφίνης, Ι. Κληρίδης, Σ. Παυλίδης, Ξ. Κληρίδης, Λ. Δημητριάδης, K. Φάνος, Γ. Λαδάς και Μ. Τριανταφυλλίδης.

Τους Τουρκοκύπριους ύποπτους εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Ραούφ Ντενκτάς και Εργούν Μουνίρ.

Το έγκλημα του Κοντεμένου είναι ένα από τα πολλά και ατιμώρητα που έγιναν στη νεότερη ιστορία της Κύπρου.
Εγκλήματα τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων.