Ο γράφων θεωρεί ότι μια επέτειος τιμάται όχι μόνο με πανηγυρισμούς αλλά και με μια καλόπιστη κριτική διάθεση.
Διότι πως αλλιώς θα εξαχθούν τα αναγκαία ιστορικά μηνύματα;
Για να προλάβω και κάποιους καλοπροαίρετους θα επισημάνω δύο σημεία:
1. Το θέμα της ανάρτησης δεν έχει να κάνει τίποτε απολύτως με όσους σκοτώθηκαν, πολέμησαν, βοήθησαν ή συνέδραμαν τον αγώνα.
2. Επέλεξα τη σημερινή μέρα διότι αυτή προσφέρεται για τέτοιες αναλύσεις. Και είμαι σίγουρος ότι αν το έκανα σε οποιαδήποτε άλλη μέρα κάποιοι θα διερωτούνταν γιατί το θυμήθηκα στα… καλά καθούμενα.
Σημειώνω λοιπόν ότι η προσέγγιση που θα ακολουθήσει είναι καθαρά πολιτική.
Σκέψεις για ένοπλο αγώνα – Η επιλογή Γρίβα
Σκέψεις για τη δημιουργία κάποιας μορφής ένοπλου αγώνα ξεκίνησαν ευθύς αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1950 το οποίο συντριπτικά κατέδειξε τη θέληση των Ελλήνων της Κύπρου να ενώσουν το νησί με την Ελλάδα.
Σκέφτονταν ξεχωριστά αυτό το ενδεχόμενο ο Μακάριος, ο Γρίβας, ο κύπριος στρατιωτικός Μενέλαος Παντελίδης και μερικοί πολιτευτές.
Όταν ήρθε η ώρα να αναθέσει ο Μακάριος την αρχηγία του ένοπλου αγώνα σε κάποιο έμπειρο άτομο με στρατιωτικές γνώσεις, του προτάθηκαν διάφορα ονόματα.
Εκείνος απέρριψε τους πάντες και επέλεξε το Γρίβα.
Μια εκδοχή φέρει το Μακάριο να κατέληξε σε αυτή την επιλογή βασιζόμενος στη προσωπική τους γνωριμία με τον Γρίβα (από την οργάνωση των Χιτών), το ότι ήταν κύπριος, τα ιδεολογικά κοινά που είχαν μεταξύ τους, καθώς και τα στρατιωτικά του προσόντα.
Μια άλλη εκδοχή φέρει τον στρατάρχη Παπάγο να πρότεινε στο Μακάριο τον Παντελίδη και να είπε τη γνωστή ρήση ότι «Με τον Γρίβα εύκολα μπλέκεις αλλά δύσκολα ξεμπλέκεις».
Μια άλλη εκδοχή φέρει τον Παπάγο να κατέληξε στον Γρίβα και να τον επέβαλε στο Μακάριο.(Αναφορά Σωκράτη Ηλιάδη στην ίδια εκπομπή ).
Ο μόνος που είχε άμεση εμπλοκή στο θέμα, ο Ανδρέας Αζίνας, διαψεύδει ότι τέθηκαν ενώπιον του Μακαρίου τα ονόματα τεσσάρων ή πέντε στρατιωτικών.
Μιλώντας στον γράφοντα στο ραδιόφωνο του ΑΣΤΡΑ την 1η Απριλίου 1998 είπε τα εξής ενδιαφέροντα:
«Όταν ο Γρίβας επέστρεφε στην Ελλάδα από την Κύπρο το 1951, διεμήνυσε μέσω του στρατηγού Κοσμά στον Παπάγο ότι ετοιμάζεται για δυναμικό αγώνα και ο Παπάγος στις 8 Μαΐου ’51 του απάντησε ότι δεν επιθυμεί ανάμειξη. Αυτές τις θέσεις ο Παπάγος τις κράτησε μέχρι το 1954. (…) Το 1954 του ανάφερε ο Μακάριος όταν πλέον είμεθα έτοιμοι – έφτασε ήδη και το πρώτο φορτίο οπλισμού – για ένοπλο αγώνα. Του έβαλε το όνομα Γρίβας κάτω, και [ ο Παπάγος] είπε ότι κάτι μου έχει μηνύσει [ο Γρίβας] διά του στρατηγού Βεντήρη το 1952 και το 1951 δια του στρατηγού Κοσμά. Και είπε εκείνη τη φράση ότι, να είστε προσεκτικός Μακαριότατε διότι ο Γρίβας είναι δύσκολος χαρακτήρας. Και όταν του είπε αυτό το πράγμα ο Παπάγος, ανεφέρετο στην μέχρι τότε πολιτική ζωή του Γρίβα. (…) Τότε έγινε συζήτηση μεταξύ μας, Λοϊζίδης, Μακάριος κι εγώ και εκεί μπήκαν τρία ονόματα διότι στο μεταξύ ο στρατηγός Παντελίδης που ήταν ένας περίλαμπρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού και στον οποίο οφείλεται η επιτυχία που είχε ο ελληνικός στρατός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, διότι είχε έναν Παντελίδη υπεύθυνο της στρατολογίας…». (Οι υποψήφιοι αρχηγοί ήταν: Γρίβας, Κατσώτας, και Παντελίδης).
Τελικά επιλέγηκε ο Γρίβας. Καλώς ή κακώς είναι ένα θέμα το οποίο σηκώνει μεγάλη συζήτηση διότι από τη μια ήταν οι στρατιωτικές του ικανότητες και από την άλλη το μεγάλο του πείσμα και η ξεροκεφαλιά του που όπως φάνηκε στη συνέχεια δημιούργησε πολλά προβλήματα στην Κύπρο.
Η προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ και οι πρώτες διαφωνίες
Αμέσως μετά την επιλογή του αρχηγού ξεκίνησαν σε έντονους ρυθμούς οι προετοιμασίες.
Παράλληλα όμως ξεκίνησαν και οι μεγάλες διαφωνίες που πολλές φορές ήταν και
εντονότατες. Το επίκεντρο των διαφωνιών ήταν ο Γρίβας που κατά διαστήματα τσακώθηκε με το Μακάριο, τους Σάββα Λοϊζίδη και Σωκράτη Λοíζίδη και άλλους.
Η βασική διαφωνία Μακαρίου Γρίβα ήταν η μορφή του αγώνα. Ο Μακάριος επέμενε σε δολιοφθορές σε κτίρια και εγκαταστάσεις (γραμμή Παντελίδη) και όσον το δυνατόν αναίμακτες, σε αντίθεση με τον Γρίβα που επέμενε με τη σειρά του σε κανονικό ανταρτοπόλεμο με όλες τις απαιτούμενες θυσίες και αίμα. Στο τέλος ο Μακάριος αναγκάστηκε να συγκατατεθεί.
Στα απομνημονεύματα του (σελ. 21) ο ίδιος ο Γρίβας αναφέρεται σε αυτές τις διαφωνίες και σημειώνει:
« Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνεφώνησε ότι πρέπει να αναληφθεί δυναμική ενέργεια, διεφώνησε όμως προς την έκτασιν ταύτης, επιθυμών, όπως ο αγών λάβει την μορφήν μόνον δολιοφθορών ουχί δε ενόπλου δράσεως αντάρτικων ομάδων. Με την άποψιν τούτην δεν συνεφώνησα, εμμένων επί του αρχικώς συλληφθέντος γενικού σχεδίου μου. Την 7ην Ιουνίου 1953 με επεσκέφθη εν Αθήνας ο Ανδρέας Αζίνας εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου και ανέφερε, ότι ούτος ζητεί να αποσταλούν εις Κύπρον μόνο μέσα δια δολιοφθοράς (νάρκαι, χειροβομβίδες), ουχί δε αυτόματα και τυφέκια και ότι η επιθυμία του είναι, όπως ουδείς εξ Ελλάδος μεταβή εις Κύπρον (υπονοών ασφαλώς εμέ)».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνέχεια της υπόθεσης και η απάντηση που έστειλε μέσω Αζίνα ο Γρίβας προς τον Μακάριο, όπου εκβίαζε με αποχώρηση από τις προετοιμασίες σε περίπτωση που δεν γίνει το δικό του θέλημα:
«Εις τον επισκεφθέντα με, ως ανωτέρω, Ανδρέαν Αζίναν εδήλωσα, ότι δεν συμφωνώ με τας απόψεις του Αρχιεπισκόπου και θα ήτο προτιμότερον να παύσω να αναμιγνύομαι εις το ζήτημα τούτο, δια να μη γίνω συνένοχος αποτυχίας με την τακτικήν, την οποίαν θέλει να εφαρμόση ο Μακάριος. (…) Τα διαμειφθέντα μεταξύ εμού και Αζίνα ανεκοίνωσα και εις τα μέλη της Επιτροπής Αγώνος, τα οποία επίσης εξενίσθησαν και ηγανάκτησαν με την στάσιν του Αρχιεπισκόπου, διετυπώθη μάλιστα υπό τινών η σκέψις, ότι έπρεπε να αναληφθή ο αγών εν Κύπρω και να αγνοηθή ούτος». (σ.σ. εννοεί τον Μακάριο).
Βεβαίως το πόσο επιτυχής ήταν η τακτική του Γρίβα φάνηκε από το αποτέλεσμα…
Οι διαφωνίες Μακαρίου και Γρίβα όλο και αυξάνονταν. Περιστρέφονταν και γύρω από το θέμα της χρονικής διάρκειας του αγώνα! Ο Γρίβας λέει ότι ο Μακάριος ήθελε να διαρκέσει από τρεις μέχρι έξι μήνες με σκοπό τη δημιουργία πίεσης προς τους Άγγλους ώστε να στραφούν προς την κατεύθυνση λύσης του κυπριακού, αλλά όπως λέει ο Γρίβας: «την αντίληψιν ταύτην δεν συμμεριζόμην».
Διαφωνίες για την ανάληψη ένοπλου αγώνα
Αρκετοί ήταν εκείνοι που είχαν διαφωνήσει με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, όχι εκ των υστέρων (όπως προσπαθούν μέχρι σήμερα να πείσουν κάποιοι) αλλά εκ των προτέρων ή κατά τη διάρκεια του αγώνα με όλους τους κινδύνους που συνεπαγόταν μια τέτοια διαφωνία. Και αυτοί καμία σχέση είχαν με την αριστερά, είτε στην Κύπρο, είτε στην Ελλάδα.
Ο δημοσιογράφος Χρηστάκης Κατσαμπάς γράφει στον «Φιλελεύθερο» (22/8/1994):
«Προτού αρχίσει ο ένοπλος αγώνας σε συνεδρία του Εθναρχικού Συμβουλίου ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Σπυριδάκις, αξιοποιώντας τις ιστορικές του γνώσεις, εξέφρασε διαφωνία προς το μαχητικό αγώνα επικαλούμενος τον τουρκικό κίνδυνο. (…) Ήγειρεν ένσταση για την έναρξη του ένοπλου αγώνα με κύριο επιχείρημα, ότι η Βρετανία θα κατόρθωνε να αφυπνίσει τον τουρκικό παράγοντα, τον οποίον το Εθναρχικό Συμβούλιο δεν είχε κανένα δικαίωμα να παραγνωρίσει ή να υποτιμήσει».
Επίσης στις 4 Απριλίου 1992, ο Χρ. Κατσαμπάς γράφει ότι και ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, λίγο μετά την έναρξη του αγώνα έστειλε δύο απεσταλμένους στον Μακάριο που προσπάθησαν να τον πείσουν να βρει τρόπο να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα. Ο Αθηναγόρας διαμηνούσε στον Αρχιεπίσκοπο ότι ο αγώνας θα είχε τρία αποτελέσματα:
α) Να εξαλειφθεί ο ελληνισμός στην Τουρκία,
β) Να δημιουργηθούν προβλήματα στην ίδια την Ελλάδα και
γ) η Κύπρος θα καταστρεφόταν.
Πόσο δίκαιο φαίνεται ότι είχε…
Τέλος να σημειωθεί και η αντίθεση του ΑΚΕΛ που τόσο πριν το 1955 όσο και με ανακοίνωση αμέσως μετά τις πρώτες εκρήξεις της 1ης Απριλίου, πρόβαλλε την αντίθεσή του και την εκτίμηση ότι αυτό θα οδηγήσει σε κακά μονοπάτια, θέση που το Κόμμα πλήρωσε με αίμα και με την άδικη και ψεύτικη κατηγορία της προδοσίας του αγώνα.
Τι δεν έλαβαν υπόψη τους οι υπεύθυνοι του αγώνα
Όλο και περισσότεροι σήμερα παραδέχονται ότι ανεξάρτητα από τους ηρωισμούς που επέδειξαν οι αγωνιστές στο πεδίο του ένοπλου αγώνα, από πολιτικής άποψης ήταν λανθασμένη επιλογή μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Έστω και με δεδομένη την άρνηση των Βρετανών να δεχτούν την Ένωση (με το γνωστό “Ουδέποτε”) δεν έγινε σωστή εκτίμηση των γεγονότων ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη μια σειρά από παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας που δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ήταν ο τουρκικός.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν σε ένα σχετικά καλό επίπεδο μετά το σύμφωνο φιλίας με την Τουρκία (Βενιζέλου - Αττατούρκ) του 1930.
Δεν λήφθηκαν επίσης υπόψη οι τουρκιές προειδοποιήσεις που ξεκίνησαν μετά τα γεγονότα του 1932 ότι η Τουρκία δεν θα δεχόταν ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ούτε το ότι η Τουρκία είχε αρχίσει επίσημα από το 1954 να εκδηλώνει κάποιες ενδείξεις για το ενδιαφέρον της για την Κύπρο με δηλώσεις του υπουργού της των Εξωτερικών Κιοπρουλού που δήλωνε ότι η Κύπρος «είναι επέκταση της ηπειρωτικής Τουρκίας» για να συνεχίσει ότι η χώρα του θα έπρεπε να στραφεί προς αυτήν λόγω γειτνιάσεως! («Η τουρκική πολιτική στην Κύπρο και οι προσπάθειες για λύση του κυπριακού», έκδοση Γραφείου Τύπου και πληροφοριών, σελ. 3.)
- Ο πρώην Έλληνας υπουργός των εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος σημειώνει:
«Μέχρι τα μέσα του 1955, από τον προγραμματισμό της πολιτικής μας επί του Κυπριακού απουσίαζε ένας παράγων: ο τουρκικός. Επιστεύετο ότι αφού η Τουρκία, με τη συνθήκη της Λωζάνης είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα της πάνω στην Κύπρο, δεν είχε θέση πάνω στη διένεξή μας με την Αγγλία». (Δημήτρη Μπίτσιου «Κρίσιμες ώρες», σελ. 25.)
- Ο Γλαύκος Κληρίδης απαντώντας στο ερώτημα αν είχε γίνει σωστή εκτίμηση των δυνατοτήτων που υπήρχαν συμπληρώνει την εικόνα:
«…πιστεύω ότι υποβαθμίσθη ο κίνδυνος ή δεν ελήφθη υπόψη ο κίνδυνος του τουρκικού παράγοντα και ότι οι Άγγλοι με την πολιτική που είχαν θα ανεμείγνυαν τον τουρκικό παράγοντα και φυσικά και τότε υπερεκτιμήθη ότι μέσω των Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσαμε να κερδίσουμε το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως το οποίο δεν κατορθώσαμε να κερδίσουμε». (Γλαύκος Κληρίδης, ΡΙΚ ΕΝΑ 4 Ιανουαρίου 1990).
- Ο Ανδρέας Αζίνας σημειώνειι:
«Η άποψη είναι μια και είναι από τις εγκληματικές παραλείψεις της γενεάς μας. (…) Παραλείψαμε να αντιληφθούμε δια ποίον λόγον οι Τούρκοι της ΠΕΚ απεχώρησαν με εντολή των Άγγλων. Εμάς [σ.σ. εννοεί στην ΠΕΚ] από τα 7 μέλη του ανωτάτου συμβουλίου, οι 2 ήταν Τούρκοι. Και μας είπαν, εμείς φεύγουμε. Και γιατί; Μα εσείς μιλάτε συνέχεια για την Ένωση× εμείς διαφωνούμε. Και πρέπει να ομολογήσουμε εδώ ότι σε κάποιο στάδιο που βγάλαμε ένα ψήφισμα το 1953 σηκώθηκαν οι Τούρκοι και είπαν όχι, εμείς διαφωνούμε, δεν είμαστε υπέρ της Ένωσης αλλά υπέρ της παράτασης της αγγλικής κατοχής. Εκείνο το οποίο θα ήθελα να καταλήξω είναι ότι δεν ελάβαμεν υπόψην το τουρκικό στοιχείο. (Συνέντευξη Α. Αζίνα στο γράφοντα 1η Απριλίου 1998).
- Ο πρόεδρος των Συνδέσμων Αγωνιστών ΕΟΚΑ Θάσος Σοφοκλέους για το ίδιο ζήτημα λέει:
«Ήταν λάθος ίσως, αλλά θέλαμε να δείξουμε ότι ήταν καθολικά ελληνικό το αίτημα. Μη ξεχνάς ότι τότε τους Τ/κύπριους δεν τους υπολογίζαμε και πολύ. (…)Ναι, κάναμε λάθη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Μπορεί να τους αφήσαμε και να τους έπιασε η Αγγλία ύστερα, ενώ μπορούσαμε να μην επιτρέψουμε στους Άγγλους να μπουν τόσο βαθιά στους τ/κύπριους και να τους στρέψουν με αυτό το πάθος εναντίον μας». (Συνέντευξη Θάσου Σοφοκλέους στο γράφοντα, 3 Δεκεμβρίου 1997).
- Ο Βάσος Λυσσαρίδης αναφέρει:
«Πιστεύω ότι ο αγώνας άρχισε με μεγάλο ενθουσιασμό και πατριωτισμό, αλλά χωρίς πολιτικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα αναφορικά με τον ρόλο της Τουρκίας και των Τ/κ και την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε πάνω σε αυτό το θέμα (…) έλειπε ο σχεδιασμός αξιοποίησης των δημιουργημένων ευκαιριών». (Εφ. «Ο Αγών», 5 Μαΐου 1996).
«Εγώ πιστεύω ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ άρχισε λανθασμένα. Άρχισε χωρίς να γίνει μια μελέτη αυτών που ονομάζω «εμπλεκόμενα συμφέροντα», για το ποιος θα ήταν ο ρόλος της Τουρκίας και της Ελλάδας, τι θα έκανε η Αγγλία, πού στεκόταν η Αμερική. Και ενώ προσπαθούσα να τους τα πω αυτά τα πράγματα, ο Γρίβας τα θεωρούσε φληναφήματα. Από την άλλη ο Μακάριος δεν ήταν τότε αυτός ο έμπειρος που ξέραμε, ήταν ένας αγνός πατριώτης, φρέσκος, χωρίς πολιτική διαπαιδαγώγηση. Άρα δεν έβλεπαν την ανάγκη να γίνει μια μελέτη π.χ. για το πώς θα αντιδρούσαμε αν η Τουρκία χρησιμοποιήσει τον τουρκοκυπριακό παράγοντα». («Περιοδικό», 20 Ιανουαρίου 1995).
* * *
Όλα αυτά λέχθηκαν εκ των υστέρων. Όμως όπως ήδη σημειώσαμε, κάποιοι τα έλεγαν εκ των προτέρων.
Το τι ακολούθησε στη συνέχεια είναι γνωστό.
Οι Βρετανοί εφαρμόζοντας το «Διαίρει και Βασίλευε» αξιοποίησαν στο έπακρο τον τουρκικό παράγοντα βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία 4 μήνες μετά.
Στελέχωσαν το αστυνομικό σώμα με τ/κύπριου επικουρικούς που τους έστελλαν να καταστέλλουν διαδηλώσεις και να λαμβάνουν μέρος σε επιχειρήσεις σύλληψης αγωνιστών με αποτέλεσμα να ανάψει το μίσος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου.
Παράλληλα αρχίζουν να ιδρύονται οι τ/κυπριακές εθνικιστικές οργανώσεις Βολκάν και ΤΜΤ με τη γνωστή σε όλους δράση τους αλλά και τα αποτελέσματα που έφεραν.
Τελικά μέσα από τα λάθη η Κύπρος οδηγήθηκε από την ένωση στην ανεξαρτησία.
Μια ανεξαρτησία που οι διάδοχες καταστάσεις της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ δεν την άφησαν να λειτουργήσει.
Αμφότερες οι πλευρές θεώρησαν την ανεξαρτησία ως σταθμό για την ευόδωση των στόχων τους, οι μεν της ένωσης και οι δε της διχοτόμησης.
Τα αποτελέσματα είναι σήμερα μπροστά μας και δεν χρίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης.