Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, αντί διθυραμβικών αναφορών επέλεξα την αναδημοσίευση ενός άρθρου του Θανάση Γιαλκέτση που δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» των Αθηνών στις 23 Οκτωβρίου.
Πατριωτισμός εναντίον εθνικισμού
Η ΙΔΕΑ της πατρίδας έχει υποστεί φθορές από την κάκιστη χρήση και την κατάχρηση που της έκαναν ο εθνικισμός και ο φασισμός. Ο φασισμός μιλούσε για την πατρίδα, έλεγε ότι πρέπει να θυσιάζουμε τη ζωή μας αλλά και να σκοτώνουμε για την πατρίδα και στο όνομα της πατρίδας εξαπέλυε τους επιθετικούς του πολέμους και τα πογκρόμ του ενάντια στους «απάτριδες».
Η ιδέα της πατρίδας παραπέμπει σε ένα σύνολο αξιών στο οποίο ο πατριώτης αποδίδει ένα ιδιαίτερα θετικό συμβολικό νόημα. Γι' αυτό και προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση από μέρους εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Ετσι, ο πατριωτισμός μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί και να μετατραπεί σε πατριδοκαπηλία και σε εθνικισμό. Η αγάπη για την πατρίδα υπήρξε όμως και ένα σημείο αναφοράς του αντιφασισμού, που αντιτάχθηκε σθεναρά στο φασιστικό εθνικισμό. Η αντίσταση στο φασισμό και στο ναζισμό ήταν μια κορυφαία έκφραση πολιτικού πατριωτισμού, που κατέδειξε ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί να οδηγήσει σε μιαν ανιδιοτελή, γενναιόδωρη και μαχητική στράτευση, σε πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού με μεγάλη ηθικοπολιτική αξία. Στο όνομα της πατρίδας ο φασιστικός εθνικισμός εξαπέλυσε τους επεκτατικούς και κατακτητικούς του πολέμους, προκαλώντας μαζικές ανθρωποσφαγές και γενοκτονίες.
Ο πατριωτισμός του αντιφασισμού αντίθετα έδωσε ηθικό και πολιτικό περιεχόμενο στην πιο αδιάλλακτη και ηρωική αντίσταση στον επιτιθέμενο εισβολέα και στον κατακτητή. Ο πατριωτισμός του αντιφασισμού εμπνεόταν από την ιδέα ότι πατρίδα σημαίνει κοινή ελευθερία ενός λαού, ο οποίος θέλει να ζει ελεύθερος ανάμεσα σε ελεύθερους λαούς. Ανάμεσα σε αυτήν την ιδέα της πατρίδας και στον εθνικισμό, ο οποίος αναγορεύει σε πρωταρχική αξία όχι την ελευθερία αλλά την εθνική, θρησκευτική ή πολιτισμική ομοιογένεια ενός λαού ή το μεγαλείο, την υπεροχή και την επικράτηση του δικού μας έθνους στην αναμέτρηση με τα άλλα έθνη, υπάρχει μια ηθική και πολιτική άβυσσος.
Η παράδοση σκέψης που ενέπνευσε τον πατριωτισμό του αντιφασισμού (εκείνη που ερμηνεύει την αγάπη για την πατρίδα ως αγάπη για την κοινή ελευθερία) έχει τις ρίζες της στην πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού. Στο λήμμα Patrie της Encyclopedie διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Πατρίδα δεν σημαίνει τον τόπο στον οποίο γεννηθήκαμε, όπως νομίζει μια αγοραία αντίληψη, αλλά σημαίνει ένα ελεύθερο κράτος (etat libre) του οποίου είμαστε μέλη και του οποίου οι νόμοι προστατεύουν τις ελευθερίες μας και την ευτυχία μας». Με αυτήν την έννοια, η αγάπη για την πατρίδα δεν αντιπαρατίθεται στην αγάπη για την ανθρωπότητα και στις οικουμενικές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Αντίθετα μάλιστα, μπορεί να αποτελεί έναν αναγκαίο ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία που οδηγεί σε αυτές τις οικουμενικές αξίες. Αυτή η ιδέα πολιτικού πατριωτισμού, η οποία ερμηνεύει την αγάπη για την πατρίδα ως αφοσίωση στο συνταγματικό συμβόλαιο που συνδέει τους πολίτες μιας πολιτικής κοινότητας, μοιάζει με την έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού», που πρότεινε ο Χάμπερμας στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η θεωρία του συνταγματικού πατριωτισμού, αν και εμφανίζεται συνήθως ως ανανέωση της παραδοσιακής σημασίας του όρου, στην πραγματικότητα υπογραμμίζει την ασυνέχεια που οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις (η αμερικανική του 1776 και η γαλλική του 1789) είχαν προκαλέσει με τη ριζική αλλαγή της έννοιας της πολιτικής κοινότητας. Επειτα από αυτές τις επαναστάσεις, πράγματι, η αφοσίωση στο μονάρχη ή στο κράτος θα αντικατασταθεί από την αφοσίωση στην πατρίδα. Εδώ η έννοια της πατρίδας αναφέρεται από τη μια μεριά στην πολιτισμική παράδοση και κληρονομιά ενός λαού και από την άλλη στην αφοσίωση σε μια πολιτική διάταξη η οποία νομιμοποιείται ως ελεύθερη έκφραση της κοινής βούλησης των πολιτών και αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.
Η πατρίδα επομένως σημαίνει τόσο τη γενέθλια γη, τη «γη των πατέρων», δηλαδή τη χώρα με την οποία τα άτομα αισθάνονται συνδεδεμένα για λόγους γενεαλογικούς ή πολιτισμικούς, όσο και την πολιτική κοινότητα που συγκροτήθηκε από ανθρώπους οι οποίοι μοιράζονται συνειδητά μια κοινή κληρονομιά (ιστορίας, γλώσσας και πολιτισμού) και μια κοινή μοίρα. Για τους κλασικούς της πολιτικής σκέψης, η πολιτική αρετή του πατριωτισμού είναι αναγκαία για την υπεράσπιση και τη διατήρηση μιας ελεύθερης πολιτείας. Στην παράδοση του πολιτικού πατριωτισμού (η οποία ως πατρίδα εννοεί την κοινή μας ελευθερία, μια κοινότητα ελεύθερων πολιτών), η αγάπη για την πατρίδα έχει ένα νόημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που της δίνει η εθνικιστική ρητορική, από το θαυμασμό δηλαδή για την εθνική υπεροχή και «καθαρότητα», από την υπεράσπιση της πολιτισμικής ομοιογένειας ενός έθνους ενάντια σε κάθε είδους επιμειξία.
Οταν μιλάει για αγάπη για την πατρίδα ο πολιτικός πατριωτισμός δεν εννοεί μιαν αποκλειστική και τυφλή πρόσδεση στην κοινότητα καταγωγής μας, αλλά έναν άλλο τύπο αγάπης, ικανό να εμπνέει το γενναιόδωρο πάθος που ωθεί το άτομο να ενδιαφέρεται όχι μόνο για την οικογένειά του, για τους συγγενείς και τους φίλους του, αλλά για όλους τους συμπολίτες του ή ακόμη και για όλους εκείνους (ανεξάρτητα από την καταγωγή τους) που είναι θύματα αδικιών, διακρίσεων και καταπίεσης. Με άλλα λόγια, ο πατριωτισμός μπορεί να είναι μια πολύτιμη για τη δημοκρατία πολιτική αρετή, δηλαδή μια δύναμη που κινητοποιεί τους πολίτες, ένα πάθος που δίνει στα άτομα το θάρρος και την αποφασιστικότητα να υπηρετούν τη χώρα τους και την κοινή τους ελευθερία, παραμερίζοντας ή και θυσιάζοντας τα εγωιστικά και ιδιωτικά τους συμφέροντα.