Λέμε ότι τιμούμε την επέτειο της 28ης
Οκτωβρίου 1940 και το μεγάλο “Όχι” του ελληνικού λαού.
Το μεγάλο όχι σε ποιον και για τί;
Πολλοί είναι οι προβληματισμοί που απορρέουν από την
συγκεκριμένη επέτειο.
Και ιδιαίτερα προβάλλει το ερώτημα κατά πόσον η ιστορία
ωθεί στην ορθή εξαγωγή συμπερασμάτων και βοηθά στο να μην επαναλαμβάνουμε τα
λάθη του παρελθόντος.
Εβδομήντα τρία χρόνια από την αρχή της μεγαλειώδους
αντίστασης του ελληνικού λαού εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, βλέπουμε
φαινόμενα που δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν. Τους απόγονους εκείνου του λαού να
ταυτίζονται με τις νεοναζιστικές και νεοφασιστικές ομάδες σε Κύπρο και Ελλάδα.
Προβάλλει λοιπόν το ερώτημα, τόσο εύκολα ξεχνάει ένας
λαός;
Ακόμα ζούνε πολλοί που βίωσαν το φασιστικό καθεστώς της 4ης
Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά που η δεξιά επιδιώκει να εξιλεώσει στη βάση του τι
διαδραματίστηκε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, όταν – όπως
προβάλλεται – ο Μεταξάς είπε το όχι στον ιταλό πρέσβη.
Ωστόσο το ότι έγινε εκείνο το πρωινό, το καθεστώς του
Μεταξά δεν έπαυε από του να είναι ένα φασιστικό καθεστώς, με ότι αυτό
συνεπάγεται. Δικτατορία, διωγμοί, κατατρεγμοί, φυλακίσεις, εξορίες, λογοκρισία.
Ο ελληνικός λαός υπέφερε εκείνα τα χρόνια παρά τις
προσπάθειες που κατέβαλε ο Μεταξάς για να φανεί πιο φιλολαϊκός, παραχωρώντας
δικαιώματα στους εργαζόμενους.
Ακολούθησαν τα χρόνια της γερμανικής κατοχής όπου με τη
βοήθεια των ελλήνων ναζιστών, στελεχών της κυβέρνησης Μεταξά και άλλων, οι
κατακτητές μακέλεψαν την Ελλάδα.
Πιο ύστερα η χώρα βίωσε τον αιματηρό και καταστροφικό
εμφύλιο πόλεμο, γεννώντας μια ανώμαλη και ασταθή κατάσταση που κράτησε μέχρι το
1967. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου ήταν λίγο πολύ τα ίδια με την περίοδο του
Μεταξά, χωρίς όμως το… «φιλεργατικό» προσωπείο.
Αντίθετα οι κυβερνήσεις της μετα-κατοχικής περιόδου
συγκρούστηκαν και με τους εργαζόμενους στο πλαίσιο ενός πολιτικού αγώνα για
πολιτικές ελευθερίες και πρόοδο για τη χώρα.
Και πάλι οι δολοφονίες, οι κακοποιήσεις, το κυνηγητό, οι
κατατρεγμοί της αριστεράς ήταν το κύριο χαρακτηριστικό.
Το 1967 τα πάντα καταστέλλονται με την επιβολή της
στρατιωτικής χούντας. Έχουμε την άποψη ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία για
την κατάσταση που επικράτησε τότε στην Ελλάδα.
Παρανοϊκοί συνταγματάρχες και άλλοι στρατιωτικοί βρέθηκαν
στο πηδάλιο της χώρας αναστέλλοντας όλες τις πολιτικές, συνδικαλιστικές και
άλλες ελευθερίες.
Γέμισαν και πάλι οι φυλακές, τα κρατητήρια, οι χώροι
εξορίας. Το μαύρο σκοτάδι επικρατούσε παντού πνίγοντας κάθε αντίθετη φωνή.
Το καθεστώς παρουσιαζόταν ως η ασπίδα της χώρας, ως οι
σωτήρες γι’ αυτό και το έμβλημα τους παρομοίαζε την αναγέννηση της Ελλάδας με
την αναγέννηση του Φοίνικα.
Την ίδια ώρα οι χουντικοί διαπραγματεύονταν με τη χούντα
για το Αιγαίο και ιδιαίτερα για την Κύπρο που αυτοχρίστηκαν ως διαχειριστές του
προβλήματος της.
Υπέσκαπταν συστηματικά την Κύπρο και τον πρόεδρο της με
τους γνωστούς τρόπους, απόπειρες δολοφονίας του ίδιου του Μακαρίου, με την
ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’, την κάθοδο του Γρίβα και τέλος το πραξικόπημα που προκάλεσε
την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Σε ότι αφορά την ίδια την Ελλάδα τη χούντα διαδέχθηκε η
λεγόμενη μεταπολίτευση όπου ο διπολισμός ΝΔ. και ΠΑΣΟΚ οδήγησε την Ελλάδα στο
χάος.
Και είναι από αυτό το σημείο που πρέπει να ξεκινήσει ο
προβληματισμός.
Τα συσσωρευμένα προβλήματα οδήγησαν στην οξεία οικονομική
κρίση που στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού
οδήγησαν τον ελληνικό λαό στην εξαθλίωση με τη συνέργεια των δύο κομμάτων που
διετέλεσαν κυβερνητικά κόμματα.
Μέσα σ’ όλη αυτή την κατάσταση, μια περιθωριακή ομάδα
κατάφερε να εκμεταλλευθεί τον πόνο και την απόγνωση των πολιτών και να
διεκδικεί, όπως και η χούντα, ότι είναι ο προστάτης του ελληνικού λαού.
Η οργάνωση αυτή που μετεξελίχθηκε σε κόμμα, η Χρυσή Αυγή,
έδειξε από πολύ νωρίς τι πραγματικά είναι.
Αποτελείται από μια ηγεσία που έχει σε πρώτη χρήση τη
βία, τις ύβρεις, τους προπηλακισμούς.
Αρχικά ξεκίνησε χωρίς να κρύβει τα φιλοναζιστικά της
ιδεώδη ενώ στην συνέχεια όταν διαπίστωσε ότι μπορούσε να εκμεταλλευθεί την
κατάσταση, έκρυψε τα ναζιστικά σύμβολα, σταμάτησε να γράφει στα έντυπα της για
τον Χίτλερ και τα διθυραμβικά κείμενα για το ναζισμό.
Ο ελληνικός λαός, ωστόσο, γνώριζε και γνωρίζει ποιοι
είναι. Κι όμως τους έδωσε τη δυνατότητα να μπούνε στη Βουλή και να αλωνίζουν με
συμπεριφορές πεζοδρομίου και απαξίωσης προς κάθε θεσμό.
Σίγουρα όλοι όσοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή δεν είναι ούτε
ναζιστές ούτε φασίστες.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί αυτός ο
κόσμος στράφηκε προς αυτούς και όχι προς αριστερά.
Το ανάλογο μπορεί να δούμε να συμβαίνει αύριο και στην
Κύπρο.
Πέρα από τον ολοκληρωτικό πόλεμο που δέχεται το ΑΚΕΛ από
παντού, το ΕΛΑΜ αφήνεται να εργάζεται υπόγεια και ανενόχλητο.
Εκείνο που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος που παρακολουθεί
τα διαδραματιζόμενα, είναι ότι σίγουρα ο απλός λαός δεν θα στραφεί προς τα
αριστερά αυτή την περίοδο της κρίσης, όπως δεν στράφηκε προς τα αριστερά ούτε
στην Ελλάδα ούτε σε άλλες χώρες.
Πρέπει να προβληματιστούν οι αριστερές δυνάμεις σε
ολόκληρη τη Ευρώπη. Πρέπει να ψάξουν το γιατί.
Πρέπει να διερωτηθούν γιατί επαναλαμβάνεται το φαινόμενο
της του ’30 και του ’40 με την αριστερά να είναι αδύναμη να δράσει.
Τι φταίει; Τι πρέπει να γίνει;
Στο βιβλιαράκι που κυκλοφορεί με τη ΓΝΩΜΗ γίνεται μια
ανάλυση των πραγματικών ιδεολογικών προσανατολισμών της Χρυσής Αυγής και
κατεπέκταση και του ΕΛΑΜ, αφού δηλώνει από μόνο του ότι είναι η Χρυσή Αυγή της
Κύπρου με άλλο όνομα.
Ο δημοκρατικός κόσμος της Κύπρου πρέπει να
προβληματιστεί.
Σε καμιά περίπτωση πρέπει να στηρίξει νεοναζιστικά
κινήματα, αλλά ούτε και τα κόμματα που στηρίζουν ιδεολογικά και πρακτικά το
σύστημα που προκαλεί τις κρίσεις. Που είναι η γενεσιουργός αιτία των όσων
βιώνουν σήμερα οι λαοί.
Η Αριστερά πρέπει να ανασκουμπωθεί, να ξεπεράσει τα όποια
προβλήματα που είναι δευτερεύουσας σημασία και να επικεντρωθεί με
αποφασιστικότητα στο κύριο.
Και στον αγώνα αυτό να επιστρατεύσει τον κάθε ένα που
μπορεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση και να μπει στην πρωτοπορία του
αγώνα.
Αυτά, κατά τη γνώμη μου είναι τα μηνύματα που στέλλει η
φετινή επέτειος της 28ης Οκτωβρίου.