Πέρασαν ήδη 39
χρόνια από την πιο τραγική μέρα της σύγχρονης Κυπριακής Ιστορίας.
Στις 15
Ιουλίου 1974 η Ελληνική κυβέρνηση, η επονομαζόμενη και χούντα παραβίαζε με τον
πιο βάναυσο τρόπο τις συμφωνίες Εγγύησης και Συμμαχίας βάση των οποίων η Κύπρος
καθίστατο
Ανεξάρτητο κράτος μετά τη λήξη της δράσης της ΕΟΚΑ.
Ας μην
κακοφαίνεται σε κάποιους όταν αναφερόμαστε στις ελληνικές ευθύνες για όσα
έγιναν στην Κύπρο.
Ξεκαθαρίζοντας
πάντοτε ότι οι ευθύνες αυτές δεν αγγίζουν τους λαούς αλλά τις ηγεσίες τους. Δεν
είναι ο ελληνικός λαός που διενέργησε το πραξικόπημα, ούτε ασφαλώς ο τουρκικός
την εισβολή.
Μακριά,
λοιπόν, από κάθε διάθεση για προπαγάνδα ή θεώρηση της ιστορίας μέσα από το τι μας
συμφέρει να λέμε και τι όχι, άποψη μου είναι ότι πρέπει να λέγονται τα πράγματα
με τ’ όνομα τους.
Η Τουρκία προσπαθούσε
να βρει αφορμή για να εισβάλει στην Κύπρο και να επιβάλει τη λύση που εκείνη
ήθελε.
Δεν μπορούσε όμως
να το πραγματοποιήσει επειδή δεν είχε το νομικό έρεισμα που να δικαιολογεί μια
εισβολή.
Ο 1964
περιορίστηκε στους βομβαρδισμούς αφού δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει νομικά
στην διεθνή κοινότητα μία εισβολή υπό οποιοδήποτε πρόσχημα.
Βρήκε το
νομικό έρεισμα όταν πρώτη η Ελλάδα (ως κυβέρνηση) παραβίασε τις συνθήκες.
Είχε απόλυτο δίκαιο
ο Μακάριος όταν μιλώντας στα Ηνωμένα Έθνη στις 19 Ιουλίου 1974, κατάγγελλε την Ελλάδα
για εισβολή.
Διότι ο κύριος
όγκος των δυνάμεων που διενέργησαν το πραξικόπημα ήταν η ΕΛΔΥΚ και μονάδες της Ε.Φ.
που ελέγχονταν από τον ελληνικό στρατό.
Ήταν, λοιπόν,
το τέλειο άλλοθι για την Τουρκία. Θα αξιοποιούσε την πρόνοια των συνθηκών:
«Άρθρον IV
Εν περιπτώσει παραβιάσεως των διατάξεων της
παρούσης συνθήκης, η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένον Βασίλειον αναλαμβάνουσι
την υποχρέωσιν όπως διαβουλεύωνται μετ’ αλλήλων όσον αφορά τας παραστάσεις ή τα
μέτρα τα αναγκαία δια την διασφάλισιν της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων.
Εφ’
όσον κοινή ή συντετονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των
τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εαυτή το δικαίωμα
όπως ενεργήση με μόνον σκοπόν την επαναφοράν της δια της παρούσης συνθήκης
δημιουργηθείσης καταστάσεως».
Και αυτό
έγινε.
Είναι γι’ αυτό
που επιμένω ότι οι ελληνικές ευθύνες
είναι τεράστιες. Όσες δικαιολογίες και να παρατεθούν.
Ήταν περισσότερο
από σαφές ότι τυχόν πραξικόπημα από ελληνικής πλευράς ισοδυναμούσε με επέμβαση της
Τουρκίας.
Κατά κάποιον
τρόπο η Τουρκία μπορεί να δικαιολογήσει την εισβολή με βάση τη συνθήκη
Εγγύησης. Εκείνο που δεν μπορεί να δικαιολογήσει είναι την παραμονή της, την
κατοχή.
Με οποιονδήποτε
λόγο και αν προτάξει.
Δυστυχώς όμως,
39 χρόνια μετά, κάποιοι δαιμονοποιούν κάθε άποψη που επιρρίπτει ευθύνες στην
ελληνική πλευρά και επικεντρώνονται μόνο στις συνέπειες της εισβολής.
Παραγράφοντας και
διαγράφοντας ότι μέχρι τις 15 Ιουλίου 1974 η Τουρκία δεν μπορούσε να επέμβει.
Και ψάχνουν να
δικαιολογήσουν το πραξικόπημα άλλοι απροκάλυπτα και άλλοι συγκαλυμμένα ή πιο
προσεκτικά.
Αναμασούν διάφορα
παραμύθια που μόνο από τους ίδιους γίνονται πιστευτά, αν και οι περισσότεροι
γνωρίζουν ότι λένε λόγια του αέρα.
Λένε π.χ. ότι:
·
Τους Τούρκους
τους κάλεσε ο Μακάριος με την ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη.
Και το λένε
αυτό χωρίς να συνειδητοποιούν ότι την ώρα που μιλούσε ο Μακάριος ο τουρκικός
στόλος ήταν κοντά στο Πέντε μίλι και ετοιμαζόταν για την απόβαση.
·
Όταν
τα βρίσκουν σκούρα σ’ αυτό, λένε ότι κάλεσε τις εγγυήτριες δυνάμεις να
παρέμβουν.
Γνωρίζοντας ότι κι αυτό είναι ψέμα. Δεν υπάρχει
τέτοια αναφορά του Μακαρίου. Υπάρχει μόνο αυτό:
«Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή
προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που
δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων
που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και
τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου».
(…) «Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το
ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που
υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην
Κύπρο».
·
Προσπαθούν
να δικαιολογήσουν το πραξικόπημα πότε κατηγορώντας τον Μακάριο για αρχομανία
(που την είχε), πότε κατηγορώντας τον ότι διοικούσε δικτατορικά, πότε γιατί δεν
ήθελε την Ένωση και την καταπολεμούσε, πότε γιατί καταπίεζε τους ενωτικούς.
Τα ίδια μας λένε
και για τη δημιουργία της ΕΟΚΑ Β’ προβάλλοντας τον αστήριχτο ισχυρισμό ότι ο
Γρίβας την ίδρυσε για να… συνεργαστεί με το Μακάριο εναντίον της χούντας!
Παραγράφοντας και
πάλι ότι πριν ακόμα έρθει στην Κύπρο ο Γρίβας, από το κινηματοθέατρο «Ορφέας»
στην Αθήνα απειλούσε τον Μακάριο για την άρνηση του να προωθήσει την Ένωση.
Όλα αυτά
λέγονται για να δικαιολογήσουν το πραξικόπημα. Πλην όμως η προσπάθεια είναι
μάταιη και αναποτελεσματική.
Θέλω να
ξεκαθαρίσω ότι δεν θεωρώ τον Μακάριο άσπιλο και αμόλυντο. Ούτε ότι δεν
προωθούσε σκοπιμότητες και δικά του συμφέροντα.
Εκείνο που δεν
αποδέχομαι είναι τις διάφορες προφάσεις για δικαιολόγηση του μεγαλύτερου
εγκλήματος που έγινε στην Κύπρο.
Και μέσα σ’
αυτά τα πλαίσια διαβλέπουμε και μια έντονη προσπάθεια, ιδιαίτερα τα τελευταία
χρόνια να πείσουν κάποιοι ότι για το πραξικόπημα ευθύνονται τα θύματα και όχι
οι θύτες.
Αυτό δεν
πρέπει να επιτραπεί με καμία δύναμη.
Οι ρεβανσιστικές
διαθέσεις διαφόρων δεν πρέπει και δεν θα βρουν πρόσφορο έδαφος.
Η μνήμη του
πραξικοπήματος ως της κύριας και ουσιαστικής αιτίας που προκάλεσε την εισβολή της
Τουρκίας δεν θα ξεθωριάσει, όσο κι αν το επιδιώκουν κάποιοι.